- περιστάσεων
- περιστάσεω̆ν , περίστασιςstanding roundfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκυρία — η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)] 1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία 2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» κατά τύχη, τυχαία νεοελλ. φρ. «οικονομική συγκυρία» (οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την… … Dictionary of Greek
Teles the Cynic — Teles ( el. Τέλης) of Megara, was a Cynic philosopher and teacher who lived c. 235 BCE. He wrote various discourses ( diatribes ), seven fragments of which were preserved by Stobaeus. The fragments are: #Περὶ τοῡ δοϰεῖν ϰαὶ τοῡ εἶναι On Seeming… … Wikipedia
Christos Chomenidis — Born 1966 Athens, Greece Occupation novelist Nationality Greek Pe … Wikipedia
Teles (filósofo) — Teles (en griego: Τέλης), fue un filósfo y profesor Cínico que vivió en Atenas y Megara. Es conocido por escribir varios discursos (diatribas) que son los documetos más antiguos que se conocen sobre la diatriba cinico estoica, siete fragmentos de … Wikipedia Español
Капино, Стефанос — Стефанос Капино … Википедия
αεροδέρνω — και ομαι 1. κλυδωνίζομαι από τον αέρα, παλεύω με τον άνεμο 2. είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, ταλαιπωρούμαι, κατατρέχομαι … Dictionary of Greek
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek
ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… … Dictionary of Greek